- προσφοράν
- προσφορά̱ν , προσφοράbringing tofem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
OBLATIO — Hebraice Gap desc: Hebrew, una ex tribus primariis Sacrificiorum Vet. Testam. speciebus, e frugibus erat, constabatque e simila; cui affundebatur oleum, addebanturque thuris odores. Unde acceptum pugillum, cum universo ture, adolebat Sacerdos… … Hofmann J. Lexicon universale